«Αντιμετώπισα άγρια πράγματα. Αλλά δεν κάκιωσα» Η τελευταία της συνέντευξη στον “Ταχυδρόμο”
ΤΑ ΝΕΑ: Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009, Web-Only
Συνάντησα την Αλέκα Παΐζη τον περασμένο Ιούνιο. Σκοπός, μια συνέντευξη με αντικείμενο τη συμμετοχή της στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Ιστορίες από το δάσος της Βιένης» του Χόρβατ, που, σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Χουβαρδά, ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ήταν η τελευταία παράστασή της. Πριν από τη συνάντησή μας, της είχα μιλήσει αρκετές φορές στο τηλέφωνο και κάθε φορά εισέπραττα άρνηση: «Παιδί μου, εγώ δεν δίνω συνεντεύξεις, δεν μιλάω. Κι εξάλλου, δεν έχω καθόλου χρόνο. Έχω συνέχεια πρόβες». Ήξερα καλά ότι μιλούσε σπάνια, όμως ήταν τέτοια η επιθυμία μου να τη συναντήσω, που επέμεινα ευγενικά –σχεδόν τη φλέρταρα–, ώσπου μια μέρα, αναπάντεχα, δέχτηκε. Συναντηθήκαμε απόγευμα στο διαμέρισμά της, στην οδό Αριστοδήμου στο Κολωνάκι, κι αφού με κέρασε γλυκό και καφέ αρχίσαμε να συζητάμε. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η συζήτηση μετατράπηκε σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση.
Αρχίσαμε από την αρχή: «Η ταυτότητά μου γράφει “1919”. Λογάριασε τώρα, λοιπόν, εσύ και πες “και πάλι καλά”», μου είπε γελώντας και ξεδίπλωσε το κουβάρι της ζωής της.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης κι αργότερα, όταν χάθηκε η μεγάλη οικογενειακή περιουσία, ήρθε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η πρώτη της εμφάνιση έγινε το 1941 με το Εθνικό στο έργο «Βεντάλια» του Γκολντόνι. Μαζί με το θέατρο ήρθε και η ένταξη στην Αριστερά. Λόγω των πολιτικών φρονημάτων της, το 1945 εντάχθηκε στον εαμικό θίασο «Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Ακολούθησε έντονη πολιτική δράση, διωγμοί και εξορίες. Στο σπίτι της στην Αγία Ελεούσα τυπώθηκε παράνομα το πρώτο φύλλο του «Ριζοσπάστη», ενώ στη διάρκεια της χούντας έμεινε αυτοεξόριστη στην Ιταλία. Και μέσα σ’ όλα αυτά, το θέατρο ήταν πάντα κομμάτι της καθημερινότητάς της.
Πείτε μου δυο λόγια για τα παιδικά σας χρόνια
Γεννήθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης από πατέρα Ιθακήσιο και μητέρα Σφακιανή. Ήμουν το πέμπτο και τελευταίο παιδί μιας εύπορης οικογένειας καπνοβιομηχάνων. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι την Κατοχή, ο πατέρας μου είχε χάσει όλη του την περιουσία.
Με ποιο πρόσωπο της οικογένειάς σας δεθήκατε περισσότερο;
Με τη μητέρα μου, την οποία αναζητώ διαρκώς ακόμα και σήμερα. Γιατί ήταν πολύ σχετική μου φύση. Θα σου πω ένα περιστατικό για να καταλάβεις. Μια φορά με κρατούσαν στην Ασφάλεια για να υπογράψω (σ.σ. τη δήλωση κοινωνικών φρονημάτων). Oι ασφαλίτες είχαν φέρει τη μητέρα και την πίεζαν, με απειλές, να με πείσει να κάνω τη δήλωση. Θυμάμαι πως στεκόμασταν η μία απέναντι στην άλλη μέσα στον κόσμο, όταν εκείνη ξεκινάει να μου λέει: «Αλεξάνδρα, παιδί μου, κάνε κι εσύ μια δή…» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ξέρεις, εγώ, ως νέα, ήμουν πολύ εκρηκτική. Αρχίζω λοιπόν να ουρλιάζω: «Ξέρεις τι μου ζητάς; Αν κάνω δήλωση, θα αυτοκτονήσω…» Μεμιάς μαζεύτηκαν γύρω μας οι φύλακες και μ’ άρπαξαν φωνάζοντας: «Χώστε την αμέσως μέσα!» Τότε η μαμά μου σήκωσε ψηλά το μπαστούνι της και φώναξε σε όλους – με εκείνη την κρητική προφορά της που διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της: «Μη μου ξαναπείτε να τσι πω να πάει να κάμει ένα πράμα που δεν το θέλει. Και στο κάτω-κάτω δεν τη θέλω να γίνει και σκατά…»
Το θέατρο πώς ακριβώς μπήκε στη ζωή σας;
Νομίζω πως το θέατρο μπαίνει στη ζωή ολονών μας. Από παιδιά παίζουμε, παριστάνουμε κάτι. Για να πω την αλήθεια, όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, δεν ήμουν αποφασισμένη ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Γι’ αυτό και δεν πήγα να δω τα αποτελέσματα. Είχα και τα προσωπικά μου εκείνη την εποχή, τα ερωτικά μου… Έτσι, αντί για μένα, πήγε η αδερφή μου. Κι όταν ρώτησε αν είχα περάσει, της απάντησαν: «Μα πρώτη μπήκε…»
Νομίζω ότι στα χρόνια της σχολής κάνατε και τον πρώτο σας γάμο.
Ναι. O πρώτος μου άντρας λεγόταν Παπαδάκης. Τον ήξερα από την Κρήτη. Ήταν ανιψιός του Τσουδερού κι έπαιζε πολύ ωραίο πιάνο. Εγώ δεν είχα σκοπό να
παντρευτώ, αλλά, να, έναν καιρό ήθελα να φύγω από το σπίτι. Πήγα λοιπόν και παντρεύτηκα στα κρυφά. Μόνο η αδερφή μου το ήξερε, οι υπόλοιποι το έμαθαν αργότερα. Για μένα δεν ήταν έρωτας. Ένα φλερτ ήταν, μια καλή παρέα. Μάλιστα, πριν παντρευτούμε, του μήνυσα ότι δεν ήμουν παρθένα. Κι εκείνος μου μήνυσε πίσω: «Δεν πειράζει. Φοβόμαστε τα αίματα…» Αργότερα χωρίσαμε. Έχω την εντύπωση ότι του κόστισε πολύ ο χωρισμός. Παραμονές της χούντας, αρρώστησε σοβαρά. Πήγα να τον δω· του κρατούσα ένα λουλουδάκι. Πέθανε την άλλη μέρα. Η αδερφή του μου είπε ότι, πριν πεθάνει, τους είπε: «Πάρτε τα όλα κι αφήστε μου μόνο αυτό το λουλουδάκι της γυναίκας μου». Ήταν ένας άνθρωπος που με αγάπησε, που με βοήθησε να βγάλω τη σχολή, χωρίς ποτέ να μου ζητήσει το παραμικρό.
Στην εξορία κινδυνέψατε;
Είναι πολλές οι ιστορίες της εξορίας. Θα σου πω μία που είναι, ας το πούμε, και λιγάκι αστεία. Εγώ, που λες, είχα αποκτήσει από τις περιοδείες μου ένα γούνινο παλτό αστρακάν. Κι όταν μια φορά με πιάσανε, έτυχε τελικά να φύγω με αυτό στη Μακρόνησο. Ήξερα βέβαια καλά ότι με ένα τέτοιο ρούχο θα με «μαρκάρανε» στα σίγουρα. Έτσι είπα να το βάλω από την ανάποδη, από την πλευρά της φόδρας, και τύλιξα και ένα κασκόλ στο κεφάλι μου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, εκεί στο νησί περιτριγυρίζει εμάς τις γυναίκες η Α.Μ. που θα πει «Αστυνομία Μακρονήσου». Εμένα με παραλαμβάνει ένας σπαθάτος αλφαμίτης, μου δίνει μια και μου λέει: «Τρέχα!» Ξέρεις, δεν είναι καθόλου εύκολο να τρέχεις ξημερώματα με το παλτό σου ανάποδα βαλμένο, σκοντάφτοντας σε χώματα και πέτρες. Έτρεχα λοιπόν κι εκείνος ερχόταν από πίσω και με χτυπούσε στο σβέρκο με κάτι μεγάλα πέτσινα γάντια. Από το φόβο μου, ως φαίνεται, κι επειδή φορούσα και το γούνινο παλτό, δεν πονούσα πολύ. Καθώς έτρεχα, άκουγα μόνο ένα μεγάλο θόρυβο, ένα «πλαφ, πλαφ, πλαφ». Τρέχοντας έτσι, φτάσαμε σε μια άδεια σκηνή, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο. Γύρω ερημιά πρωινή και από μακριά ακούγονταν οι κραυγές των γυναικών που τις χτυπούσαν. Κατόπιν με βάζει μέσα στη σκηνή κι ακολουθεί παρατεταμένη σιωπή. Κι ύστερα κάνει μια απότομη κίνηση, μου βγάζει το κασκόλ που φορούσα στο κεφάλι, με κοιτάζει και μου κάνει «μμμ…», σαν να πεις «καλούλα είσαι…».
Σαν απειλή… Ναι. Και ακολουθεί διάλογος επικίνδυνος. «Δεν είναι κρίμα να χτυπήσω μια κοπέλα σαν εσένα;» μου λέει. Αποφασισμένη κι εγώ, του κολλάω μια
ατάκα: «…και ντροπή!» (Το λέει με τόνο βαρύ, θεατρικό) «Μια μάνα θα έχεις, ένα κορίτσι που αγαπάς θα έχεις. Πώς θα μπορέσεις να τις αντικρίσεις στα μάτια, όταν εμένα θα με έχεις σακατέψει;» Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι από μέσα μου έτρεμα. Μετά από λίγο, εκείνος δίνει μια και βγαίνει απ’ τη σκηνή. Κάνει μια βόλτα πάνω, κάνει μια βόλτα κάτω κι ύστερα γυρίζει και μου λέει: «Εσύ με σακάτεψες… Κοίταξε, εγώ θα φύγω τώρα, αλλά, αν έρθουν, να πεις ότι σε χτύπησα». Κάποτε, χτυπάει προσκλητήριο. Βγαίνω από τη σκηνή κι αρχίζω και περπατώ προς τα εκεί που ήξερα ότι είναι οι άλλες γυναίκες. Σε λίγη ώρα με ξαναπιάνουν κι αρχίζει πάλι το ίδιο νταβαντούρι και μετά ξανά και ξανά. Αυτό γινόταν μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Αργά τη νύχτα, δεν άντεξα άλλο και τους είπα: «Έβαλα το παλτό μου από την ανάποδη για να μη με σταμπάρετε κι εσείς με κυνηγάτε από το πρωί. Ε, ας το βάλω τώρα πια κι εγώ από την καλή…»
Είναι υπέροχο το πώς μπορείτε να γελάτε, ενώ περιγράφετε πολύ τραγικά γεγονότα.
Ξέρεις, εγώ στη ζωή μου είχα πάντα ένα «γελαστό μάτι». Μπορώ να βλέπω λίγο και τη διασκεδαστική πλευρά των πραγμάτων, τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν πολύ άγρια…
Έτυχε ποτέ να σας βοηθήσει κάποιος σε κρίσιμη στιγμή;
Στα Δεκεμβριανά, βρισκόμασταν με τον άντρα μου και άλλους σε ένα αυτοκίνητο, όταν, ξαφνικά, άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Μέσα στο χαμό σκορπίσαμε και χαθήκαμε. Βρίσκομαι, λοιπόν, με ένα μικρό καλάμι να περπατώ μόνη. Πού; Δεν ξέρω. Κάπου έξω από την Αθήνα… δεν θυμάμαι περιοχή. Εκεί που περπατούσα, με προσπερνάει ένας νέος άντρας με τραγιάσκα που πήγαινε καβάλα σε ένα γάιδαρο. Σταματάει, βγάζει ένα κουτί γάλα εβαπορέ, το τρυπάει με ένα καρφί και μου λέει: «Πιες». Φαίνεται, θα ’χα το χάλι μου… Πίνω απ’ το γάλα και μετά με αρπάζει, με σηκώνει και με φορτώνει στα καπούλια του γαϊδάρου. Κι έτσι, μ’ αυτό το παιδί που δεν μου είπε άλλη λέξη, μπαίνω στο Κακοσάλεσι (σ.σ. η Αυλώνα). Εκεί με ξεπέζεψε και με άφησε. Δεν έμαθα ποτέ ποιος ήταν, πού πήγαινε…
Αισθάνεστε τυχερή ή άτυχη στη ζωή σας;
Τίποτε από τα δύο. Αντιμετώπισα τη ζωή μου όπως μου παρουσιάστηκε, σύμφωνα με αυτό που μου έλεγε το δικό μου το μυαλό και τα δικά μου τα αισθήματα. Δεν γύρισα την πλάτη μου στη ζωή. Το βασικό είναι πως, παρότι αντιμετώπισα άγρια πράγματα, δεν κάκιωσα. Το δηλητήριο αυτό δεν το ’χω. Μπορεί να θυμώσω, να τσακωθώ, να γίνει το σώσε, αλλά τέτοιου είδους κακά ζουμιά εγώ μέσα μου δεν τα κρατώ. Τα διώχνει ο οργανισμός μου.
Πιστεύετε στον Θεό;
Αχ, αυτός ο Θεός… Θυμάμαι πως μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια, πριν κοιμηθώ, έλεγα ένα «Πάτερ ημών» κι ύστερα κόλλαγα κάτι αιτήματα δικά μου. Ένα ισχυρό αίτημα που ήταν και πολύ στη μόδα την εποχή εκείνη ήταν τα σγουρά μαλλιά. Εγώ μικρή είχα ίσια μαλλιά. Έτσι, κάθε φορά που τελείωνα την προσευχή μου έλεγα: «Θεέ μου, κάμε μου σγουρά μαλλιά…» Και πράγματι, σε λίγο καιρό, τα μαλλιά μου άρχισαν να γίνονται σπαστά. Κι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, εδραιώθηκε η πίστη μου στον Θεό, για ένα διάστημα τουλάχιστον…
Γιατί; Τι συνέβη μετά;
Όπως σου είπα, γεννήθηκα σε μια πλούσια στιγμή του πατέρα μου. Ήταν περίοδος Χριστουγέννων, λοιπόν, όταν ένα πρωινό χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ένα παιδάκι. Άνοιξα εγώ. Το παιδί δεν μου είπε τίποτε. Απλά μου άπλωσε το χέρι του. Τότε στην Κρήτη συνήθιζαν στις γιορτές να απλώνουν από το πρωί στην τάβλα (σ.σ. μεγάλο τραπέζι) ξηρούς καρπούς και γλυκά. Πήγα λοιπόν κι έβαλα ότι μπόρεσα στην ποδίτσα μου και τα έδωσα στο παιδί. Κι ύστερα, όταν έφυγε, ξέσπασα σε απαρηγόρητα κλάματα. Θυμάμαι πως φώναζα: «Γιατί αυτό το παιδί δεν έχει να φάει;» Αυτό το περιστατικό «έγραψε» μέσα μου και πολύ γρήγορα άρχισε να με «τρώει» η ανισότητα του κόσμου.
Εσείς δεν κάνατε παιδιά. Ήταν απόφασή σας ή δεν έτυχε;
Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Από τη μια δεν ήθελα να κάνω παιδιά γιατί ήταν πάρα πολύ άθλιες και επικίνδυνες οι συνθήκες της ζωής μου. Ίσως πάλι δεν είχα και δεσμό τέτοιο που να με ωθήσει προς τα εκεί. Βέβαια, έπαιξαν το ρόλο τους και γεγονότα ιατρικής φύσεως. Πρέπει να ξέρεις ότι εκείνο τον καιρό της Κατοχής, λόγω της
αβιταμίνωσης, στις περισσότερες κοπέλες κόπηκε για καιρό η περίοδος. Το έπαθα κι εγώ αυτό. Ωστόσο, πρέπει να πω πως δεν μου δημιουργήθηκε ποτέ η λαχτάρα να κάνω ένα παιδί. Παρότι αγαπώ πολύ τα παιδιά, δεν είπα ποτέ «αχ, ας είχα ένα παιδάκι». Κι επίσης, δεν θα μπορούσα ποτέ να πω ότι «παίρνω» ένα παιδί για να το έχω μαζί μου όταν θα έχω ανάγκη.
Σκέφτεστε το θάνατο; Τον φοβάστε;
Όπως όλοι. Δεν με ταρακουνά όμως γιατί, ειλικρινά, δεν έχω αισθανθεί πόσο μεγάλη είμαι. Πότε-πότε, βέβαια, το σκέφτομαι. Λέω «για στάσου» κι έπειτα μου φεύγει. Δεν είναι κάτι που με κυριεύει. Ξέρεις, παρότι έχουν φύγει φίλοι μου, κόσμος πολύ πιο νέος από μένα, δεν έχω δημιουργήσει μέσα μου την απόσταση από όλους αυτούς. Έχω μια αοριστία ως προς το θάνατο. Κι όμως δεν πρέπει. Είναι φορές που σκέφτομαι πως πρέπει να γίνω πιο πρακτική. Να πω: «Κοίτα, είσαι εδώ, στις καλύτερες συνθήκες ως προς την υγεία σου, κι έχεις να ζήσεις ακόμα ένα πολύ περιορισμένο διάστημα. Τι θα ήθελες να κάνεις;» Αυτό το πράγμα δεν το έχω οργανώσει ακόμα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αισθάνομαι την ανάγκη να επιστρέψω ξανά σε μέρη όπου έζησα – πάντα για λίγο, γιατί πάντα κάτι γινότανε.
Είχε νυχτώσει όταν, συναινετικά, αποφασίσαμε να τελειώσει αυτή η συνομιλία – σε λίγο θα ερχόταν το αγόρι που τη βοηθούσε να προβάρει το ρόλο της. Συμφωνήσαμε να ξανασυναντηθούμε μετά το τέλος των παραστάσεων. Την ώρα του αποχαιρετισμού, όμως, γύρισε και μου είπε: «Κοίτα, είμαι και μεγάλη γυναίκα. Σήμερα είμαι εδώ, αύριο μαθαίνεις ότι έφυγα…» Δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ. Η Αλέκα Παΐζη πέθανε τα ξημερώματα της Τετάρτης 4 Φεβρουαρίου 2009 σε ηλικία 90 ετών.