Στη νοτιοανατολική κορυφή του ξακουστού ομηρικού όρους Νήριτο, το οποίο δεσπόζει σε όλη την Ιθάκη, ανάμεσα σε πεύκα και κυπαρίσσια, είναι χτισμένο εδώ και 300 χρόνια, το Μοναστήρι της Παναγίας της Καθαριώτισσας. Στέκει εκεί σιωπηλό και μεγαλόπρεπο, σε πείσμα του χρόνου και των ανέμων. Λίγα μέτρα πιο πέρα από το Μοναστήρι βρίσκεται το καμπαναριό, σχεδόν «κρεμασμένο» στην άκρη του γκρεμού. Στο ισόγειο του καμπαναριού βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων μας Κωνσταντίνου και Ελένης. Η κατασκευή του είναι «σύγχρονη», αφού το παλαιό καμπαναριό της Μονής, καταστράφηκε από το σεισμό του 1953. Από εκεί οι επισκέπτες του Μοναστηριού μπορούν να θαυμάσουν θέα απίστευτης ομορφιάς, όπως το νότιο τμήμα της Ιθάκης, το Βαθύ, το Περαχώρι, τον κόλπο του Αετού, τις νήσους Εχινάδες, την Κεφαλονιά, τα δυτικά παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και στο βάθος αχνά την Πελοπόννησο και δεξιότερα τη Ζάκυνθο.
«Υψηλή σκοπιά» ονομάζει αυτό το μέρος ο Ιθακήσιος ιστορικός Α. Λεκατσάς, στο βιβλίο του «Η Ιθάκη» και ο γεωγράφος Ιωσήφ Πάρτς μετά το πέρασμά του από το Μοναστήρι περί τα 1891, γράφει: “Πολλές από τις εύκολες στην πρόσβαση θέσεις του όρους είναι άξιες επισκέψεως, πάντως η ωραιότερη άποψη όλης της νήσου, είναι το Μοναστήρι της Παναγίας στα Καθαρά, το οποίο βρίσκεται σε ύψος 556 μέτρων. Το μαρμάρινο καμπαναριό του βρίσκεται ακριβώς στον γκρεμό πάνω από τον κόλπο του Μώλου *…» και συνεχίζει «…η εγκάρδια φιλοξενία του Μοναστηριού, το οποίο προσφέρει από τους αμπελώνες του πυρώδες ποτό, καθιστά δυνατή την απόλαυση της μαγευτικής εικόνας του ήλιου όταν αυτός ανεβαίνει πίσω από τα βουνά της Αιτωλίας τα οποία υψώνονται σαν σκοτεινές σκιαγραφίες επί διάπυρης χρυσής βάσης ή όταν δύει πίσω από τις κορυφές της Κεφαλληνίας και βυθίζεται στο βαθύ μπλε χρώμα του ταχέως επερχόμενου λυκόφωτος.».
Στην Ιθάκη, όπως και σε όλα τα Επτάνησα δεν πάτησε ποτέ Τούρκος και για το λόγο αυτό, στα χρόνια που η υπόλοιπη Ελλάδα στέναζε σκλαβωμένη στην Τούρκικη βαρβαρότητα, αλλά και στην περίοδο της επανάστασης του 1821, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές άφηναν την ηπειρωτική Ελλάδα και έρχονταν στα Επτάνησα όπου ζούσαν για λίγο ελεύθεροι, ανακτούσαν δυνάμεις και γύριζαν πάλι πίσω στον αγώνα.
Η ιστορία του Μοναστηριού αρχίζει γύρω στα 1696, η ιστορία όμως της εικόνας του Γενεσίου της Θεοτόκου, που είναι αφιερωμένο το Μοναστήρι, είναι ακόμη πιο παλιά. Χάνεται μέσα στην παράδοση του νησιού, διατηρείται όμως πάντοτε στις καρδιές και στα χείλη όλων των Θιακών. Υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης, κάπου η ιστορία παραχωρεί τη θέση της στην παράδοση και άλλοτε η παράδοση συμπληρώνεται από την ιστορία.
Κάποιοι βοσκοί, λέει λοιπόν η παράδοση, Ηπειρώτες από τα Γιάννενα, καταδιωκόμενοι από τους Τουρκαλβανούς, με πόνο καρδιάς και φόβο, άφησαν τον τόπο τους και βιαστικά έφυγαν για να βρουν μέρος σίγουρο να μείνουν.
Πάνω στη βιασύνη και την αγωνία της προσφυγιάς, λησμόνησαν να πάρουν μαζί με τα φτωχικά τους υπάρχοντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που είχαν. Περιπλανήθηκαν αρκετές ημέρες εδώ κι εκεί και αποφάσισαν να περάσουν απέναντι στα Επτάνησα, που θεωρούνταν ασφαλές καταφύγιο για τους υπόδουλους Έλληνες.
Έτσι λοιπόν η οικογένεια αυτή των Γιαννιωτών κατέφυγε στην Ιθάκη. Έστησαν τις καλύβες τους στους πρόποδες της υψηλότερης κορυφής του όρους Νήριτος στη νότια πλευρά του, στη σημερινή περιοχή Μαζός, ακριβώς απέναντι από το σημερινό Μοναστήρι, σε απόσταση περίπου 400 μέτρων. Μεγάλη όμως η στεναχώρια τους όταν είδαν ότι έλειπε από τα λιγοστά υπάρχοντά που πήραν μαζί τους η θαυματουργή εικόνα τους. Η θλίψη τους όμως δεν κράτησε πολύ.
Κάποια νύχτα είδαν ακριβώς εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός του Μοναστηριού, ένα δυνατό φως. Κατάλαβαν ότι σε εκείνο το σημείο κάτι συνέβαινε (το δυνατό φως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα σχεδόν κάθε εύρεσης Ιερής Εικόνας της Παναγίας μας).Την επόμενη μέρα, παρ’ όλες τις έρευνες τους σε εκείνο το σημείο, δεν βρήκαν τίποτε. Το φως εξακολούθησε και για τις επόμενες νύχτες και έτσι σκέφτηκαν να κόψουν τα πουρνάρια, τα σχοίνα και γενικά όλους τους θάμνους και τα ξερόχορτα εκεί γύρω για να ερευνήσουν καλύτερα. Στο σωρό δε των κομμένων θάμνων έβαλαν φωτιά.
Έκπληκτοι είδαν μέσα στη φωτιά κάτι να λάμπει δυνατότερα από τις φλόγες. Με μεγάλη χαρά και ιερή συγκίνηση είδαν αφού έσβησε η φωτιά, ανάμεσα στα αποκαΐδια, μια μαυρισμένη, όχι όμως και καμένη εικόνα. Σκούπισαν πρόχειρα την κάπνα και ώ του θαύματος, αναγνώρισαν την εικόνα που είχαν αφήσει στην Ήπειρο, την εικόνα του Γενέσιου της Θεοτόκου. Με δάκρυα στα μάτια όλοι ασπάστηκαν την ιερή εικόνα και την πήραν μαζί τους στις καλύβες τους.
Παραδόξως όμως την άλλη μέρα, είδαν ότι η εικόνα έλειπε από τις καλύβες τους. Ψάχνοντας την βρήκαν στον τόπο που την είχαν βρει αρχικά, πάνω στις στάχτες. Αυτό το αξιοθαύμαστο έγινε τρεις φορές. Την έχαναν και την έβρισκαν πάντα στο ίδιο σημείο. Έτσι αποφάσισαν να χτίσουν σ’ εκείνο το σημείο μια εκκλησούλα, για να τοποθετήσουν μέσα τη θαυματουργή εικόνα.
Το εκκλησάκι αυτό αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα και την αρχή της ιστορίας του Μοναστηριού της Παναγίας των Καθαρών. Η ακριβής χρονολογία χτισίματος του πρώτου ναού μέσα στον οποίο τοποθετήθηκε η ιερή εικόνα της Καθαριώτισσας, δεν είναι γνωστή, αφού δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές. Το πιθανότερο όμως είναι ότι το πρώτο εκκλησάκι χτίστηκε περί τα μέσα του 16ου αιώνα.
Όπως αναφέρουμε και παραπάνω το Μοναστήρι άρχισε να χτίζεται το 1696 και όπως μας πληροφορεί ο Αθανάσιος Λεκατσάς στην ανέκδοτη ιστορία του «Περί Ιθάκης» όλοι οι κάτοικοι του νησιού πρόσφεραν για την ανέγερση και τη λειτουργία της Μονής. Αργότερα το 1702 και το 1703 ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης Τιμόθεος Τυπάλδος ανακήρυξε το Μοναστήρι της Παναγίας των Καθαρών σε κοινόβιο, δηλαδή οι μοναχοί που ζούσαν στο Μοναστήρι έπρεπε να τα έχουν όλα κοινά. Με έγγραφο του ίδιου Επισκόπου το Σεπτέμβριο του 1706 το Μοναστήρι απαλλάχθηκε από την υποχρέωση που είχε ως τότε να δίνει το 1/3 των δώρων και των λοιπών αφιερωμάτων στους αρχιερατικούς επιτρόπους.
Πρώτος ηγούμενος και ανακαινιστής του Μοναστηριού ήταν ο ιερομόναχος Θεοφάνης Αλευράς από το 1696 ως το 1713.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το Μοναστήρι άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα, κυρίως οικονομικά. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1910, οπότε επιτροπή από γυναίκες της πόλης της Ιθάκης, με πρώτη τη Ζαχαράτη Μαράτου, άρχισε να εργάζεται δραστήρια για την ανόρθωση της Μονής. Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ο από το 1917 ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Καλλίνικος από το κοντινό χωριό Ανωγή. Ο Ιερόθεος Καλλίνικος μέσα από τεράστιες δυσκολίες, όπως πολέμους και σεισμούς, κατάφερε με πολλούς κόπους και προσπάθειες να ανακαινίσει το Μοναστήρι. Όλοι οι Θιακοί συνέδραμαν στις εκκλήσεις του για την ανακαίνιση του Μοναστηριού, κυρίως οι εφοπλιστές της Ιθάκης και οι έχοντες την οικονομική άνεση.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Ιερομόναχος Σαμουήλ Μολφέσης. Ανακαίνισε κυρίως τους εξωτερικούς χώρους του Μοναστηριού και έμεινε ηγούμενος 18 χρόνια, έως την κοίμηση του το 1982.Από τότε τη Μονή διοικείται από τριμελή επιτροπή κληρικών, διορισμένη από το Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης.
Στις αρχές του 1993 εγκαθίσταται στη Μονή ο Ιθακήσιος μοναχός Θεοδόσιος Βλησμάς, προερχόμενος από την Ιερά Σκήτη του Αγίου Όρους. Διορίζεται και αυτός στην τριμελή επιτροπή και αρχίζει μεγάλο ανακαινιστικό έργο με κόπο και αγώνα και τη συνδρομή των απανταχού της γης Ιθακησίων. Το έργο αυτό συνεχίζεται και σήμερα με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον.
Tο πανηγύρι του Μοναστηριού γίνεται κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, με ευπρέπεια και επισημότητα, με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη, των αρχών του νησιού και του Νομού, της Φιλαρμονικής ορχήστρας του Κ.Ο.Ι και των Ιθακήσιων που φθάνουν στο Μοναστήρι από ολόκληρη την Ιθάκη, αλλά και από οποίο άλλο μέρος ζουν. Μικρότερο πανηγύρι γίνεται και στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα που γιορτάζεται η Ύψωση του Τ. Σταυρού. Κατά την παράδοση μετά τη λειτουργία εκείνης της μέρας, μοιράζονται στους προσκυνητές κουκιά νερόβραστα λόγω της νηστείας. Δύο φορές η εικόνα του Γενέσιου της Θεοτόκου μεταφέρθηκε με τα πόδια στην Πόλη της Ιθάκης. Η πρώτη το 1928 μετά από μεγάλους σεισμούς και η δεύτερη στις 23/3/1954, μετά τους φοβερούς και καταστρεπτικότατους σεισμούς του 1953.
Πηγή: www.ithacanews.gr